εξοστρακισμός

εξοστρακισμός
Αρχαίο πολιτικό μέτρο που όριζε την απομάκρυνση επικίνδυνων προσώπων από την πολιτεία, για ένα χρονικό διάστημα. Ο ε. εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και σε άλλες δημοκρατικές πολιτείες, όπως στο Άργος και στις Συρακούσες. Καθιερώθηκε στην Αθήνα περίπου τον 6o αι. π.Χ. από τον Κλεισθένη. Δύο χρόνια μετά τη μάχη του Μαραθώνα, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά και ο πρώτος που εξορίστηκε ήταν ο Ίππαρχος, γιος του Χάρμου, από τον δήμο Κολλυτού, συγγενής του Πεισίστρατου. Ο λαός μπορούσε, σε μυστική ψηφοφορία, μία ορισμένη ημέρα στην Αγορά, να γράψει το όνομα του πολιτικού ηγέτη που ήθελε να εξορίσει πάνω σε ένα όστρακο, πράξη στην οποία οφείλεται και η λέξη ε. Αν 6.000 όστρακα έφεραν το όνομα του ίδιου άντρα, τότε αυτός εξοστρακιζόταν για πέντε έως δέκα χρόνια. Εκτός από τα όστρακα, που μερικά σώζονται ακόμα και σήμερα –ένα μάλιστα φέρει το όνομα του Θεμιστοκλή–, χρησιμοποιούσαν και πέταλα ή φύλλα ελιάς. Μετά το τέλος της ψηφοφορίας και την καταμέτρησή τους, τα όστρακα ρίχνονταν μακριά από την Αγορά, έξω από τα τείχη, σε λάκκους, όπου βρέθηκαν πολλά κατά τις αρχαιολογικές ανασκαφές (Ακρόπολη, Άρειος Πάγος, Κεραμεικός). Ανάμεσα στα ονόματα αγνώστων υπάρχουν και γνωστά όπως: Περικλής Ξανθίππου, Κίμων Μιλτιάδου, Αριστείδης Λυσιμάχου, Θεμιστοκλής Φρεάριος κ.ά. Ο εξοστρακισμός ήταν αναπόσπαστα δεμένος με την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία· στη φωτογραφία, το περίφημο όστρακο με το όνομα του Θεμιστοκλή, που βρέθηκε κατά τη διάρκεια ανασκαφών.
* * *
ο (AM ἐξοστρακισμός)
1. η εξορία κάποιου με οστρακισμό, με αναγραφή δηλ. τού ονόματος πάνω σε όστρακο σε συνέλευση τής εκκλησίας τού δήμου
2. εκδίωξη, απομάκρυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐξοστρακισμός — banishment by ostracism masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξοστρακισμός — ο 1. η εξορία με οστρακισμό (βλ. λ.). 2. μτφ., απόρριψη, απομάκρυνση, εξοβελισμός, ξεκούμπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οστρακισμός ή εξοστρακισμός — Νομικός θεσμός που εφαρμοζόταν στην αρχαία Αθήνα και στις πόλεις που μιμούνταν το αθηναϊκό πολίτευμα (Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες), βασιζόμενος στο δικαίωμα του λαού να εξορίζει για δέκα χρόνια από την πόλη οποιονδήποτε πολίτη, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • ἐξοστρακισμοῖς — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοστρακισμοῦ — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοστρακισμῷ — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξοστρακισμόν — ἐξοστρακισμός banishment by ostracism masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αειφυγία — Ποινή μόνιμης εξορίας στην αρχαία Ελλάδα, που επιβαλλόταν από τον Άρειο Πάγο σε όσους διέπρατταν σοβαρά αδικήματα του κοινού δικαίου και ιδίως φόνο ή τραύματα με προμελέτη, ασέβεια, επιβουλή της ζωής του συζύγου από τη γυναίκα κλπ. Η ποινή, που… …   Dictionary of Greek

  • εκφυλλοφορία — ἐκφυλλοφορία (AM), Μ και ἐκφυλλοφόρησις καταδίκη γραμμένη σε φύλλα ελιάς, εξοστρακισμός, εξορία …   Dictionary of Greek

  • εκφυλλοφόρησις — ἐκφυλλοφόρησις, η (AM) καταδίκη που καταγραφόταν πάνω σε φύλλα ελιάς (ιδ. εξορία, εξοστρακισμός) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”